βασιλεύς

βασιλεύς
βασιλεύς, ῆος: king, exercising the functions of commander - in - chief, priest, and judge; pl., βασιλῆες, kings, nobles, chiefs, termed σκηπτοῦχοι, διογενεῖς, διοτρεφεῖς.—Used adjectively w. ἀνήρ, Il. 3.170; ἄναξ, Od. 20.194; hence comp. βασιλεύτερος, sup. βασιλεύτατος, more, most kingly, princely.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βασιλεῦς — βασιλεύς king masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλεύς — king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλεύς — Basileus (altgriechisch βασιλεύς, gen. βασιλέως – basileús, basiléōs; neugriechisch βασιλιάς – vasiljás = „König“) war der Titel der byzantinischen Kaiser sowie weiterer Herrscher in der griechischen Geschichte. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft des… …   Deutsch Wikipedia

  • Βασιλεύς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αναφέρεται και ως Βασίλειος. Αποκεφαλίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Λικίνιου και το σώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα. Διετέλεσε επίσκοπος Αμάσειας (314 322). Η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλεύς ο Ροδολίνος — Τραγωδία του κρητικού θεάτρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1647 στη Βενετία. Είναι έργο του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου από το Ρέθυμνο και η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από έμμετρη τραγωδία του Ιταλού Τορκουάτο Τάσο. Γνωρίζουμε ελάχιστα για τον ποιητή της …   Dictionary of Greek

  • Νόμος πάντων βασιλεύς. — См. Обычай старше закона …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βασιλεῖς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic parad form) βασιλεύς king masc acc pl βασιλεύς king masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆ — βασιλεύς king masc acc sg βασιλεύς king masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆες — βασιλεύς king masc nom pl (attic epic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλῆς — βασιλεύς king masc nom pl (attic ionic) βασιλεύς king masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”